πλαστελίνη
Смотреть что такое "πλαστελίνη" в других словарях:
πλαστελίνη — η, Ν βλ. πλαστιλίνη. πλαστευτής, ὁ, Α ο κατασκευαστής τειχών ή περιβόλων από πλίνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστή «τείχος, περίβολος από πλίνθους» μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πλαστεύω] … Dictionary of Greek
πλαστελίνη — η είδος πλαστικής ύλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστιλίνη — και πλαστελίνη, η, Ν 1. (χημ. τεχνολ.) εύπλαστο υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή προπλασμάτων 2. ευμάλακτη ύλη, χρωματισμένη κατάλληλα, που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να πλάθουν διάφορα ομοιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… … Dictionary of Greek